- πάναγνος
- πάν-αγνος,A = παναγής 1,
ὄμμα Callistr.Stat. 10
; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄμμα Callistr.Stat. 10
; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάναγνος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ πάναγνος, ον) πάρα πολύ αγνός, αγνότατος το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος προσωνυμία τής Θεοτόκου. επίρρ... πανάγνως (Α) με πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγνός] … Dictionary of Greek
πάναγνος — η, ο ο αγνός σε ανώτατο βαθμό, ο άσπιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανάμωμος — πανάμωμος, ον (ΑΜ) καθ όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος μσν. το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες τής Θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄμωμος] … Dictionary of Greek
παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… … Dictionary of Greek
παναμώμητος — και παναμώματος, ον (Μ) πανάμωμος*, πάναγνος. επίρρ... παναμωμήτως (Μ) με εντελώς άψογο, πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμώμητος] … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՄԱՔՈՒՐ — ( ) NBH 1 0063 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. Մաքուր եւ անարատ ամենեւին. ամենասուրբ. ամենայնիւ ողջախոհ. πάναγνος purissimus, castissimus, παναγής, πανάγιος sanctissimus *Զկարօտսն առ ʼի լինել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՄԵՆԱՊԱՐԿԵՇՏ — ( ) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ա. πάναγνος pudicissimus, castissimus եւ πάνσεμνος valde venerandus, magnificus Ամենեւին պարկեշտ. համեստ. ամօթխած. եւս եւ՝ նազելի եւ պատկառելի. ամենայն մեծարանաց արժանի. ամենամաքուր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՄԵՆԱՍՈՒՐԲ — (սրբոյ.) NBH 1 0066 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. Ամենեւին սուրբ. որպէս աղբիւր ամենայն սրբութեան, սուրբն սրբոց. (Աստուծոյ եւ աստուածայնոց սեպհական.) πανάγιος, παναγιώτατος, παναγέστατος sanctissimus,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… … Православная энциклопедия